τροχάζει

τροχάζει
τροχάζω
run quickly
pres ind mp 2nd sg
τροχάζω
run quickly
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τροχερός — ά, όν, Α 1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει 2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. ερός (πρβλ. τρυφ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοτροχασμός — ο, Ν ελαττωματικός βηματισμός ίππου που καλπάζει με τα μπροστινά πόδια και τροχάζει με τα πισινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + τροχασμός (< τροχάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”